- ἀρρενωπῶς
- ἀρρενωπόςmasculine-lookingadverbialἀρρενωπόςmasculine-lookingadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρρενωπός — ή, ό (AM ἀρρενωπός, ή, όν) 1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση 2. επίρρ. ἀρρενωπῶς θαρραλέα, σταθερά αρχ. (για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + ωπος < ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ,… … Dictionary of Greek